Matterhorn Χειμερινή
Posted: 13 Dec 2016 00:41
Όταν όλα πάνε όπως τα έχουμε υπολογίσει και ακόμα χειρότερα, τότε κοιτάμε απλά να τη σκαπουλάρουμε. Όμως όχι ξανά χωρίς να κάνουμε κορυφή. Από το μπιβουάκ Carrel μέχρι το μεταλλικό σταυρό και πίσω, 22 ώρες non-stop. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή.
Στην Ιταλία —όπως και στην Ελλάδα— όταν η Πέμπτη είναι αργία, ο κόσμος κάνει γέφυρα και το κάνει τετραήμερο. Αρχές Δεκέμβρη κι ο καιρός φαινόταν τζάμι στις Άλπεις. Δεν την πάλευα άλλο να μένω στο σπίτι. Πριν 10 χρόνια είχα πάει με μια ιταλίδα φίλη μου να κάνω την κλασική διαδρομή από την ιταλική μεριά (Lion Ridge), όμως μια καλοκαιρινή καταιγίδα μάς σταμάτησε στο Carrel. Μήπως να τη ξαναδοκίμαζα τώρα χειμερινή; Για παρέα είχα μια δυνατή Ρωσίδα αναρριχήτρια.
Πήρα τηλέφωνο τους οδηγούς βουνού στην Breuil-Cervinia για να επιβεβαιώσω ότι τα καταφύγια (Abruzzi και Carrel) έχουν το χειμερινό τμήμα προσβάσιμο. Μία κυρία μου απάντησε ευθαρσώς "δεν είναι η κατάλληλη εποχή για να ανέβετε στο Cervino, τα σχοινιά είναι θαμμένα στο χιόνι και οι σχισμές είναι γεμάτες πάγο..." Εντάξει, το τυρί βρομάει και το κρασί είναι παλιό... Φυσικά δεν είχε άδικο. Όλα πήραν ακριβώς τον διπλό χρόνο, κι αυτό με πολύ αγώνα και με μια αναζωογοννητική δόση χαροπαλέματος.
ΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ
Στην Breuil-Cervinia (2000 μ.) περιμέναμε μέχρι τις 4 μ.μ. για να ανοίξει το ένα και μοναδικό σούπερ μάρκετ για να αγοράσουμε τρόφιμα. Εντωμεταξύ, ήπιαμε κάτι και ακονίσαμε τα κραμπόν μας. Αναχώρηση στις 4:20 για το καταφύγιο Αbruzzi (2940 μ.) με τα σακίδια γεμάτα μάσα και εξοπλισμό. Μια διαδρομή που το καλοκαίρι γίνεται σε 2–2.5 ώρες μάς πήρε 5 και βάλε καθώς δεν υπήρχαν βήματα και βουλιάζαμε μέχρι το γόνατο στο χιόνι. Ανεβήκαμε στη σοφίτα, φάγαμε πολέντα με γκοργκοντζόλα, ήπιαμε μια Αυστραλέζικη μπύρα Mountain Goat (κάτι σαν τις δικές μας Σόλο, όμως αυτή τη φορά δεν ήμουν μόνος) και την πέσαμε για ύπνο.
ΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Μας έφαγε η μόδα και το "go light". Δεν έχω άλλη δικαιολογία για το ότι άφησα τις γκέτες μου στο σπίτι. Βρήκα κάτι πλαστικές σακούλες και τις εφάρμοσα πάνω στις μπότες κακήν-κακώς. Ωστόσο, οι μπότες ήταν ήδη μούσκεμα από την προηγούμενη. Ξεκινήσαμε κατά τις 8 π.μ. Περάσαμε από μια απότομη πλαγιά όπου φαινόταν έτοιμη να φύγει καθώς από κάτω είχε χορτάρι (στην επιστροφή είχε όντως σαρωθεί από χιονοστιβάδα). Είπα να το παίξω δυνατός και το πήγα όλο μπροστά, 9 ώρες μέχρι το Carrel (3830 μ.). Οι μπότες παπάρα.
ΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ
Είπαμε ότι έτσι κι αλλιώς θα νυχτώσουμε, οπότε ας κοιμηθούμε λίγο παραπάνω. Ξεκινήσαμε λίγο μετά το ξημέρωμα κατά τις 8:00. Το route-finding πρέπει να είναι εύκολο το καλοκαίρι (γρατζουνισμένα βράχια, υπάρχουσες ασφάλειες και φιξαρισμένα σχοινιά) όμως με φουλ χειμερινές συνθήκες δεν ήταν καθόλου απλό. Στην πραγματικότητα σε ορισμένα σημεία μπορούμε να πούμε ότι χαθήκαμε καθότι ήταν αναγκαίο να αναζητήσουμε εναλλακτικά περάσματα (ανασφάλιστες χιονισμένες πλάκες). Με αυτά και με τ' άλλα οι ώρες πέφτανε σαν τις μονάδες στον τηλεφωνικό θάλαμο. Γενικά σκαρφαλώναμε παράλληλα και λυπάμαι πολύ που δεν στάθηκα να πάρω φωτογραφίες. Μιλάμε για εικόνες μαγικές, π.χ. πάνω στην οριζόντια μαχαιρωτή κόψη Tyndall (αεροφωτογραφία από το ίντερνετ).
Φτάσαμε κορυφή λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα (5:00). Έχοντας δει τί είχαμε να αντιμετωπίσουμε κατά την κατάβαση (ατέλειωτα μέτρα καταρρίχησης σε δύσκολο πεδίο, σαθρά τμήματα χωρίς ρελέ για ραπέλ, χιονισμένη μαχαιρωτή κόψη, εκτεθειμένες τραβέρσες) ήμουν σε κατάσταση extreme alarm. Φυσικά, αν δεν ήξερα την Όλγα θα είχα ζητήσει να γυρίσουμε πίσω προ πολλού. Δεν προλάβαμε να κάνουμε 1-2 ραπέλ και ο αέρας άρχισε να φορτώνει. Τουλάχιστον είχε αρκετή φεγγαράδα.
Στο τελικό όρθιο κομμάτι (μετά την κόψη Tyndall κατά την ανάβαση) κρέμονταν πολλά κρούσταλλα και το σκηνικό θύμιζε Περού/Παταγονία. Εκεί δεν είχαμε βρει ούτε ρελέ ούτε ασφάλειες. Πήγαινα μπροστά ψάχνοντας για τα ραπέλ όμως εκεί ό,τι υπήρχε ήταν καλυμμένο από rime ice και δεν ήταν καν εύκολο να στήσεις ρελέ. Σε εκείνη την άσπρη κόλαση αναγκάστηκα να αφήσω κάτι υλικά (κορδονέτα, καρύδια κι ένα λαμάκι). Μέσα σε μια καμινάδα βρήκαμε κι ένα παλιό σακίδιο που εξείχε από τον πάγο.
Εννοείται ότι κατεβαίνοντας έριχνα ό,τι πάγους κρέμονταν από τα αρνητικά, όμως στο προτελευταίο ραπέλ κατά την ανάκληση των σχοινιών μου ήρθε συστημένο, ντουπ ανάμεσα στα μάτια, ένα παγάκι. Ήταν πρόνοια εκ μέρους μου να καθαρίζω τους πάγους, όμως ήταν και τυχερό μου που το παγάκι ήταν τόσο μικρό. Αίματα στα γάντια, τακ τακ έσταζαν στο τζάκετ, κύλησαν ως το στόμα μου κι άρχισα να τα γλύφω. Ευτυχώς η νοσοκόμα ήταν δίπλα μου και δεν λιποθύμησε. Δοκιμάσαμε έναν επίδεσμο αλλά μου κάλυπτε την ορατότητα. Βάλαμε μια γάζα και από πάνω την μπαλακλάβα. Κάναμε ένα ακόμα ραπέλ και πατήσαμε σε μια χιονισμένη ράμπα που μας έφερε στην αρχή της οριζόντιας κόψης.
Στην κόψη κατά την ανάβαση είχαμε κάνει ένα μικρό ραπέλ. Δεν υπήρχε φιξαρισμένο σχοινί, όμως κατά την κατάβαση η αναρρίχηση δεν ήταν δύσκολη. Το πρόβλημα ήταν ότι εκεί ήμασταν εκτεθειμένοι στον δυνατό άνεμο και η επικοινωνία μεταξύ μας ήταν δύσκολη. Για ασφάλεια έβαλα ένα ropeman στην κορυφή του μικρού πύργου και συνέχισα. Λάθος μου, γιατί ύστερα δεν μπορούσα να δώσω μπόσικα στην Όλγα που χαροπάλεψε αναγκασμένη να πάει από αλλού. Αυτό συνέβη γιατί οι ασφάλειες ήταν αραιές και το σχοινί έφευγε εκτός διαδρομής με το τέντωμα (lesson learned).
Μετά την οριζόντια κόψη έπρεπε να καταρριχηθούμε καμιά 150 μέτρα σε πεδίο ΙΙΙ. Δεν ήξερα τί ήταν καλύτερο να κάνω: να πηγαίνω μπροστά για να βρίσκω το δρόμο, ή να πηγαίνω πίσω όπως κάνουν τα γίδια με τους πελάτες; Έχοντας εμπιστοσύνη στη σχοινοσυντρόφισσά μου επέλεξα το πρώτο επειδή είχα καλύτερο φακό. Στο τέλος της καταρρίχησης και πριν πέσουμε από την άλλη μεριά την κόψης όπου θα γλιτώναμε επιτέλους από τον αέρα και θα βρίσκαμε τα σταθερά σχοινιά, έπρεπε να κάνουμε ξανά ραπέλ. Εκεί λοιπόν συνέβη το απροσδόκητο, γιατί όταν μπορεί, απλά συμβαίνει. Παρότι κάναμε 30-άρια ραπέλ με ένα μισό σχοινί (ευχαριστώ την POLO Center για την υποστήριξη με σχοινιά TENDON) σε εκείνο το σημείο μάς πήρε ο άνεμος τα σχοινιά και τα έριξε στο πλάι της κόψης όπου σκάλωσαν και δεν έρχονταν επάνω με τίποτα. Σε εκείνο το σημείο η κόψη δεν έπαιρνε ασφάλειες και έτσι δεν υπήρχε καν η δυνατότητα να κατέβω να τα ξεσκαλώσω. Ορισμένες φορές είναι καλύτερα να μην κάνουμε κόμπο με τις δύο άκρες... (lesson learned). Ευτυχώς ο παλιός καταλαβαίνει από στάσιμα κύματα και ξέρει πως να τινάζει τα σχοινιά (με αρκετά μπόσικα και με περιστροφή).
Οι φακοί μας, παρότι είχαν καινούριες αλκαλικές μπαταρίες, είχαν αρχίσει να τα παίζουν από το κρύο. Έτσι τον άναβα για να κατέβω και τον έσβηνα όσο περίμενα την Όλγα. Ακόμα κι έτσι όμως μετά από κανα δίωρο οι φακοί μας είχαν γίνει πυγολαμπίδες (η τεχνολογία προχωρά κι εγώ έχω μείνει πίσω, καιρός να πάρω έναν Petzl NAO που κάνει τη νύχτα μέρα). Φυσικά, η εξάντληση και το κρύο είχαν καταβάλει κι εμάς τους ίδιους. Σε μια ανάκληση τα σχοινιά ξανακόλλησαν. Φτου κι ανέβα να βρεις την άκρη... Ευτυχώς εκεί η διαδρομή έχει ένα φιξαρισμένο συρματόσχοινο.
Ύστερα απόμεναν δύο εκτεθειμένες τραβέρσες χωρίς φιξαρισμένα σχοινιά. Εκεί θυμόμουν ότι έπρεπε πρώτα να ανέβω λίγο, πριν την γωνία. Η μνήμη μου φώτιζε το δρόμο καλύτερα από τον φακό. Στο προτελευταίο ραπέλ, μια ανάσα από το καταφύγιο, κι ενώ είχε αρχίσει να χαράζει, ξεκίνησα να κάνω ραπέλ με το καραμπίνερ κλιπαρισμένο αλλού ντ' αλλού (ντρέπομαι που το λέω αλλά έγινε). Έγειρα πίσω να φύγω... κι ένας άγγελος με ξανάσπρωξε μπροστά. Ευτυχώς έχω συνηθίσει να διπλοτσεκάρω ακόμα κι όταν είμαι ρετάλι (ειδικά τότε).
Στην τελευταία ανάκληση φυσούσε πια τόσο που το σχοινί πέταγε σαν χαρταετός. Σχεδόν μπουσουλώντας μπήκαμε στο καταφύγιο/μπιβουάκ σαν τους προσκυνητές της Τήνου.
ΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ
Ο καιρός χάλαγε και στο Carrel δεν μπορούσαμε να μείνουμε, έπρεπε να κατέβουμε το γρηγορότερο. Με μόλις 5 ώρες ξεκούραση μετά από 22 ώρες non-stop δεν ήταν καθόλου εύκολο να σηκωθούμε και να ετοιμαστούμε. Έξω ο αέρας λυσσομανούσε και ο ουρανός είχε συννεφιάσει. Φορέσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε και αρχίσαμε τα ραπέλ από τα κάγκελα του καταφυγίου. Μέσα σε αυτή τη θύελλα τα σχοινιά σκάλωσαν ξανά. Ας πούμε ότι εγώ ήμουν ο υπαίτιος κι εγώ έπρεπε να ανέβω να τα ξεσκαλώσω. Το βουνό γρύλιζε απειλητικά και το spindrift μάς βαρούσε σαν αμμοβολή. Θα κάναμε έτσι 6–7 ραπέλ μέχρι που να βγούμε σε πιο βατό πεδίο, επιτέλους προστατευμένοι από τον άνεμο. Η κατάβαση μέχρι το χωριό βγήκε πάνω από 8-ωρο με καταρρίχηση σε απότομες χορταριασμένες μισοπαγωμένες πλαγιές (εκεί όπου είχαν φύγει οι χιονοστιβάδες) με το πιολέ στο χέρι, νύχτα.
ΥΓ. Η διαδρομή έχει γίνει χειμώνα πρώτα από τους Vittorio Sella, Jean Antoine Carrel, Jean Baptiste Carrel, Louis Carrel με κατάβαση από την Hornli (18/03/1882) καθώς και από τον Giusto Gervasuti (23-25/12/1936) με κατάβαση από τα ίδια. Η διαδρομή δεν είναι δύσκολη (AD+, III+, με τα σταθερά σχοινιά το καλοκαίρι) όμως ακόμα δεν την έχει κατέβει κανένας με σκι.
Στην Ιταλία —όπως και στην Ελλάδα— όταν η Πέμπτη είναι αργία, ο κόσμος κάνει γέφυρα και το κάνει τετραήμερο. Αρχές Δεκέμβρη κι ο καιρός φαινόταν τζάμι στις Άλπεις. Δεν την πάλευα άλλο να μένω στο σπίτι. Πριν 10 χρόνια είχα πάει με μια ιταλίδα φίλη μου να κάνω την κλασική διαδρομή από την ιταλική μεριά (Lion Ridge), όμως μια καλοκαιρινή καταιγίδα μάς σταμάτησε στο Carrel. Μήπως να τη ξαναδοκίμαζα τώρα χειμερινή; Για παρέα είχα μια δυνατή Ρωσίδα αναρριχήτρια.
Πήρα τηλέφωνο τους οδηγούς βουνού στην Breuil-Cervinia για να επιβεβαιώσω ότι τα καταφύγια (Abruzzi και Carrel) έχουν το χειμερινό τμήμα προσβάσιμο. Μία κυρία μου απάντησε ευθαρσώς "δεν είναι η κατάλληλη εποχή για να ανέβετε στο Cervino, τα σχοινιά είναι θαμμένα στο χιόνι και οι σχισμές είναι γεμάτες πάγο..." Εντάξει, το τυρί βρομάει και το κρασί είναι παλιό... Φυσικά δεν είχε άδικο. Όλα πήραν ακριβώς τον διπλό χρόνο, κι αυτό με πολύ αγώνα και με μια αναζωογοννητική δόση χαροπαλέματος.
ΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ
Στην Breuil-Cervinia (2000 μ.) περιμέναμε μέχρι τις 4 μ.μ. για να ανοίξει το ένα και μοναδικό σούπερ μάρκετ για να αγοράσουμε τρόφιμα. Εντωμεταξύ, ήπιαμε κάτι και ακονίσαμε τα κραμπόν μας. Αναχώρηση στις 4:20 για το καταφύγιο Αbruzzi (2940 μ.) με τα σακίδια γεμάτα μάσα και εξοπλισμό. Μια διαδρομή που το καλοκαίρι γίνεται σε 2–2.5 ώρες μάς πήρε 5 και βάλε καθώς δεν υπήρχαν βήματα και βουλιάζαμε μέχρι το γόνατο στο χιόνι. Ανεβήκαμε στη σοφίτα, φάγαμε πολέντα με γκοργκοντζόλα, ήπιαμε μια Αυστραλέζικη μπύρα Mountain Goat (κάτι σαν τις δικές μας Σόλο, όμως αυτή τη φορά δεν ήμουν μόνος) και την πέσαμε για ύπνο.
ΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Μας έφαγε η μόδα και το "go light". Δεν έχω άλλη δικαιολογία για το ότι άφησα τις γκέτες μου στο σπίτι. Βρήκα κάτι πλαστικές σακούλες και τις εφάρμοσα πάνω στις μπότες κακήν-κακώς. Ωστόσο, οι μπότες ήταν ήδη μούσκεμα από την προηγούμενη. Ξεκινήσαμε κατά τις 8 π.μ. Περάσαμε από μια απότομη πλαγιά όπου φαινόταν έτοιμη να φύγει καθώς από κάτω είχε χορτάρι (στην επιστροφή είχε όντως σαρωθεί από χιονοστιβάδα). Είπα να το παίξω δυνατός και το πήγα όλο μπροστά, 9 ώρες μέχρι το Carrel (3830 μ.). Οι μπότες παπάρα.
ΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ
Είπαμε ότι έτσι κι αλλιώς θα νυχτώσουμε, οπότε ας κοιμηθούμε λίγο παραπάνω. Ξεκινήσαμε λίγο μετά το ξημέρωμα κατά τις 8:00. Το route-finding πρέπει να είναι εύκολο το καλοκαίρι (γρατζουνισμένα βράχια, υπάρχουσες ασφάλειες και φιξαρισμένα σχοινιά) όμως με φουλ χειμερινές συνθήκες δεν ήταν καθόλου απλό. Στην πραγματικότητα σε ορισμένα σημεία μπορούμε να πούμε ότι χαθήκαμε καθότι ήταν αναγκαίο να αναζητήσουμε εναλλακτικά περάσματα (ανασφάλιστες χιονισμένες πλάκες). Με αυτά και με τ' άλλα οι ώρες πέφτανε σαν τις μονάδες στον τηλεφωνικό θάλαμο. Γενικά σκαρφαλώναμε παράλληλα και λυπάμαι πολύ που δεν στάθηκα να πάρω φωτογραφίες. Μιλάμε για εικόνες μαγικές, π.χ. πάνω στην οριζόντια μαχαιρωτή κόψη Tyndall (αεροφωτογραφία από το ίντερνετ).
Φτάσαμε κορυφή λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα (5:00). Έχοντας δει τί είχαμε να αντιμετωπίσουμε κατά την κατάβαση (ατέλειωτα μέτρα καταρρίχησης σε δύσκολο πεδίο, σαθρά τμήματα χωρίς ρελέ για ραπέλ, χιονισμένη μαχαιρωτή κόψη, εκτεθειμένες τραβέρσες) ήμουν σε κατάσταση extreme alarm. Φυσικά, αν δεν ήξερα την Όλγα θα είχα ζητήσει να γυρίσουμε πίσω προ πολλού. Δεν προλάβαμε να κάνουμε 1-2 ραπέλ και ο αέρας άρχισε να φορτώνει. Τουλάχιστον είχε αρκετή φεγγαράδα.
Στο τελικό όρθιο κομμάτι (μετά την κόψη Tyndall κατά την ανάβαση) κρέμονταν πολλά κρούσταλλα και το σκηνικό θύμιζε Περού/Παταγονία. Εκεί δεν είχαμε βρει ούτε ρελέ ούτε ασφάλειες. Πήγαινα μπροστά ψάχνοντας για τα ραπέλ όμως εκεί ό,τι υπήρχε ήταν καλυμμένο από rime ice και δεν ήταν καν εύκολο να στήσεις ρελέ. Σε εκείνη την άσπρη κόλαση αναγκάστηκα να αφήσω κάτι υλικά (κορδονέτα, καρύδια κι ένα λαμάκι). Μέσα σε μια καμινάδα βρήκαμε κι ένα παλιό σακίδιο που εξείχε από τον πάγο.
Εννοείται ότι κατεβαίνοντας έριχνα ό,τι πάγους κρέμονταν από τα αρνητικά, όμως στο προτελευταίο ραπέλ κατά την ανάκληση των σχοινιών μου ήρθε συστημένο, ντουπ ανάμεσα στα μάτια, ένα παγάκι. Ήταν πρόνοια εκ μέρους μου να καθαρίζω τους πάγους, όμως ήταν και τυχερό μου που το παγάκι ήταν τόσο μικρό. Αίματα στα γάντια, τακ τακ έσταζαν στο τζάκετ, κύλησαν ως το στόμα μου κι άρχισα να τα γλύφω. Ευτυχώς η νοσοκόμα ήταν δίπλα μου και δεν λιποθύμησε. Δοκιμάσαμε έναν επίδεσμο αλλά μου κάλυπτε την ορατότητα. Βάλαμε μια γάζα και από πάνω την μπαλακλάβα. Κάναμε ένα ακόμα ραπέλ και πατήσαμε σε μια χιονισμένη ράμπα που μας έφερε στην αρχή της οριζόντιας κόψης.
Στην κόψη κατά την ανάβαση είχαμε κάνει ένα μικρό ραπέλ. Δεν υπήρχε φιξαρισμένο σχοινί, όμως κατά την κατάβαση η αναρρίχηση δεν ήταν δύσκολη. Το πρόβλημα ήταν ότι εκεί ήμασταν εκτεθειμένοι στον δυνατό άνεμο και η επικοινωνία μεταξύ μας ήταν δύσκολη. Για ασφάλεια έβαλα ένα ropeman στην κορυφή του μικρού πύργου και συνέχισα. Λάθος μου, γιατί ύστερα δεν μπορούσα να δώσω μπόσικα στην Όλγα που χαροπάλεψε αναγκασμένη να πάει από αλλού. Αυτό συνέβη γιατί οι ασφάλειες ήταν αραιές και το σχοινί έφευγε εκτός διαδρομής με το τέντωμα (lesson learned).
Μετά την οριζόντια κόψη έπρεπε να καταρριχηθούμε καμιά 150 μέτρα σε πεδίο ΙΙΙ. Δεν ήξερα τί ήταν καλύτερο να κάνω: να πηγαίνω μπροστά για να βρίσκω το δρόμο, ή να πηγαίνω πίσω όπως κάνουν τα γίδια με τους πελάτες; Έχοντας εμπιστοσύνη στη σχοινοσυντρόφισσά μου επέλεξα το πρώτο επειδή είχα καλύτερο φακό. Στο τέλος της καταρρίχησης και πριν πέσουμε από την άλλη μεριά την κόψης όπου θα γλιτώναμε επιτέλους από τον αέρα και θα βρίσκαμε τα σταθερά σχοινιά, έπρεπε να κάνουμε ξανά ραπέλ. Εκεί λοιπόν συνέβη το απροσδόκητο, γιατί όταν μπορεί, απλά συμβαίνει. Παρότι κάναμε 30-άρια ραπέλ με ένα μισό σχοινί (ευχαριστώ την POLO Center για την υποστήριξη με σχοινιά TENDON) σε εκείνο το σημείο μάς πήρε ο άνεμος τα σχοινιά και τα έριξε στο πλάι της κόψης όπου σκάλωσαν και δεν έρχονταν επάνω με τίποτα. Σε εκείνο το σημείο η κόψη δεν έπαιρνε ασφάλειες και έτσι δεν υπήρχε καν η δυνατότητα να κατέβω να τα ξεσκαλώσω. Ορισμένες φορές είναι καλύτερα να μην κάνουμε κόμπο με τις δύο άκρες... (lesson learned). Ευτυχώς ο παλιός καταλαβαίνει από στάσιμα κύματα και ξέρει πως να τινάζει τα σχοινιά (με αρκετά μπόσικα και με περιστροφή).
Οι φακοί μας, παρότι είχαν καινούριες αλκαλικές μπαταρίες, είχαν αρχίσει να τα παίζουν από το κρύο. Έτσι τον άναβα για να κατέβω και τον έσβηνα όσο περίμενα την Όλγα. Ακόμα κι έτσι όμως μετά από κανα δίωρο οι φακοί μας είχαν γίνει πυγολαμπίδες (η τεχνολογία προχωρά κι εγώ έχω μείνει πίσω, καιρός να πάρω έναν Petzl NAO που κάνει τη νύχτα μέρα). Φυσικά, η εξάντληση και το κρύο είχαν καταβάλει κι εμάς τους ίδιους. Σε μια ανάκληση τα σχοινιά ξανακόλλησαν. Φτου κι ανέβα να βρεις την άκρη... Ευτυχώς εκεί η διαδρομή έχει ένα φιξαρισμένο συρματόσχοινο.
Ύστερα απόμεναν δύο εκτεθειμένες τραβέρσες χωρίς φιξαρισμένα σχοινιά. Εκεί θυμόμουν ότι έπρεπε πρώτα να ανέβω λίγο, πριν την γωνία. Η μνήμη μου φώτιζε το δρόμο καλύτερα από τον φακό. Στο προτελευταίο ραπέλ, μια ανάσα από το καταφύγιο, κι ενώ είχε αρχίσει να χαράζει, ξεκίνησα να κάνω ραπέλ με το καραμπίνερ κλιπαρισμένο αλλού ντ' αλλού (ντρέπομαι που το λέω αλλά έγινε). Έγειρα πίσω να φύγω... κι ένας άγγελος με ξανάσπρωξε μπροστά. Ευτυχώς έχω συνηθίσει να διπλοτσεκάρω ακόμα κι όταν είμαι ρετάλι (ειδικά τότε).
Στην τελευταία ανάκληση φυσούσε πια τόσο που το σχοινί πέταγε σαν χαρταετός. Σχεδόν μπουσουλώντας μπήκαμε στο καταφύγιο/μπιβουάκ σαν τους προσκυνητές της Τήνου.
ΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ
Ο καιρός χάλαγε και στο Carrel δεν μπορούσαμε να μείνουμε, έπρεπε να κατέβουμε το γρηγορότερο. Με μόλις 5 ώρες ξεκούραση μετά από 22 ώρες non-stop δεν ήταν καθόλου εύκολο να σηκωθούμε και να ετοιμαστούμε. Έξω ο αέρας λυσσομανούσε και ο ουρανός είχε συννεφιάσει. Φορέσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε και αρχίσαμε τα ραπέλ από τα κάγκελα του καταφυγίου. Μέσα σε αυτή τη θύελλα τα σχοινιά σκάλωσαν ξανά. Ας πούμε ότι εγώ ήμουν ο υπαίτιος κι εγώ έπρεπε να ανέβω να τα ξεσκαλώσω. Το βουνό γρύλιζε απειλητικά και το spindrift μάς βαρούσε σαν αμμοβολή. Θα κάναμε έτσι 6–7 ραπέλ μέχρι που να βγούμε σε πιο βατό πεδίο, επιτέλους προστατευμένοι από τον άνεμο. Η κατάβαση μέχρι το χωριό βγήκε πάνω από 8-ωρο με καταρρίχηση σε απότομες χορταριασμένες μισοπαγωμένες πλαγιές (εκεί όπου είχαν φύγει οι χιονοστιβάδες) με το πιολέ στο χέρι, νύχτα.
ΥΓ. Η διαδρομή έχει γίνει χειμώνα πρώτα από τους Vittorio Sella, Jean Antoine Carrel, Jean Baptiste Carrel, Louis Carrel με κατάβαση από την Hornli (18/03/1882) καθώς και από τον Giusto Gervasuti (23-25/12/1936) με κατάβαση από τα ίδια. Η διαδρομή δεν είναι δύσκολη (AD+, III+, με τα σταθερά σχοινιά το καλοκαίρι) όμως ακόμα δεν την έχει κατέβει κανένας με σκι.